- ἐκτηκόμενον
- ἐκτήκωmelt outpres part mp masc acc sgἐκτήκωmelt outpres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτήκω — ἐκτήκω (AM) 1. λειώνω εντελώς, διαλύω, καταστρέφω 2. μτφ. εξαντλώ, φθείρω 3. παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι σιγά σιγά αρχ. παθ. 1. λειώνω και χύνομαι σιγά σιγά («λεπτὸν συχνῶς αἷμα ἐκτηκόμενον», Ιππ.) 2. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ… … Dictionary of Greek